- ἐπίπερκνος
- ἐπίπερκ-νος, ον,A somewhat dark, of grapes ripening: hence, of the colour of certain hares, X. Cyn.5.22, Poll.5.67.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επίπερκνος — ἐπίπερκνος, ον και ἐπίπερκος, ον (Α) [περκνός] μαυρειδερός, μελανόχρωμος, κυρίως για σταφύλια που ωριμάζουν και ειδ. για το χρώμα μερικών λαγών («δύο τὰ γένη αὐτῶν [τῶν λαγωῶν] οἱ μὲν γὰρ μεγάλοι ἐπίπερκνοι», Ξεν.) … Dictionary of Greek
ἐπίπερκνος — somewhat masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπερκνοι — ἐπίπερκνος somewhat masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)